- εὐθηνιαρχία
- εὐθηνιαρχ-ία, ἡ, CPHerm.7i6 (iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευθηνιαρχία — εὐθηνιαρχία, ἡ (Α) [ευθηνιάρχης] το αξίωμα τού ευθηνιάρχου … Dictionary of Greek
ευθηνιαρχικός — εὐθηνιαρχικός, ή, όν (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ευθηνιάρχη ή στην ευθηνιαρχία («εὐθηνιαρχικὸς στέφανος») … Dictionary of Greek